κούταβος

κούταβος
ο
1. μεγάλο κουτάβι
2. κοίλωμα, αβαθής υγρή έκταση, εκτεταμένο έλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. 1.< κουτάβι + μεγεθ. κατάλ. -ος (πρβλ. κάλαθ-ος, κόμματ-ος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”